Ζεῦγμα — Ζεύγμα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεῦγμα — that which is used for joining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
Ζεῦγμ' — Ζεῦγμα , Ζεύγμα fem nom/voc sg Ζεῦγμαι , Ζεύγμα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεῦγμ' — ζεῦγμα , ζεῦγμα that which is used for joining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεύγμῃ — Ζεύγμα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγματ' — ζεύ̱γματα , ζεῦγμα that which is used for joining neut nom/voc/acc pl ζεύ̱γματι , ζεῦγμα that which is used for joining neut dat sg ζεύ̱γματε , ζεῦγμα that which is used for joining neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zeugma (stylistique) — Pour les articles homonymes, voir Zeugma (homonymie). Le zeugma (substantif masculin, du grec ζεῦγμα : zeûgma, « joug, lien ») est une figure de style qui consiste à faire dépendre d un même mot deux termes disparates qui… … Wikipédia en Français
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
μεσόζευγμα — το (Α μεσόζευγμα) νεοελλ. ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι το οποίο συνδέει δύο μεγαλύτερα, διασταυρούμενο με αυτά, για να τά συγκρατεί σταθερά στη θέση τους, κν. τραβέρσα αρχ. λέξη η οποία ανήκει εξίσου στην προηγούμενη και στην επόμενη πρόταση.… … Dictionary of Greek